- περικνημίς
- περικνημίςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικνημίδας — περικνημίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικνημίδων — περικνημίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικνημίσιν — περικνημίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικνημίδα — Τμήμα της πανοπλίας, που προστάτευε το μπροστινό μέρος του ποδιού του πολεμιστή → πανοπλία. * * * η / περικνημίς, ίδος, ΝΜΑ (νεολλ.) 1. περίβλημα τής κνήμης που φοριέται απευθείας επάνω στο δέρμα, η κάλτσα 2. καλτσοδέτα 3. φρ. «παράσημο(ν) τής… … Dictionary of Greek
περικνημίδιον — τὸ, Α [περικνημίς] μικρή περικνημίδα … Dictionary of Greek
ԶԱՆԿԱՊԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0714 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 13c գ. ԶԱՆԿԱՊԱՆ կամ ԶԱՆԳԱՊԱՆ. περικνημίς tibilae, ocrea որպէս ծնկապան. այսինքն Պահպանակ ծնգաց եւ սրունից. սռնապան. գուրպայ. ճիվերը ծածկօղ մենծ գուլպայ. ... *Արքն այնոքիկ կապեցան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)